- φετφάς
- και φετβάς, ο, Νάκλ.1. (στις μουσουλμανικές χώρες) επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία θρησκευτικού ή νομικού ζητήματος τού ιερού μουσουλμανικού δικαίου που δίνεται από τον μουφτή ή τον ιμάμη2. (κατ' επέκτ.) επίσημη διαταγή («έβγαλε φετφά να μην αργεί κανείς ούτε ένα λεπτό»)3. μτφ. αυθαίρετη γνωμοδότηση ή διαταγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fetvā].
Dictionary of Greek. 2013.